νεκροθάφτης — ο αυτός που έχει ως επάγγελμα την ταφή των νεκρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συννεκροτάφος — ὁ, Α νεκροθάφτης μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νεκροτάφος «νεκροθάφτης»] … Dictionary of Greek
ενταφιαστής — ο (AM ἐνταφιαστής) ο νεκροθάφτης … Dictionary of Greek
θάφτης — [θάβω] νεκροθάφτης … Dictionary of Greek
ιβιοτάφος — ἰβιοτάφος, ὁ (Α) ο νεκροθάφτης τού ιερού πτηνού ίβις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίβις, ιος + ταφος < θ. ταφ : τάφ ος, ε τάφ ην), πρβλ. ά ταφος] … Dictionary of Greek
καταγεώτης — καταγεώτης, ὁ (Α) (Ησύχ.) ο νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατά γεως, αμάρτυρος παρλλ. τ. τού κατά γειος (πρβλ. λεπτό γεως, μεσό γεως)] … Dictionary of Greek
κοπιάτης — κοπιάτης, ὁ (ΑM) [κοπιώ] αυτός που έχει ως επάγγελμα να σκάβει τάφους, νεκροθάφτης αρχ. εργατικό, φιλόπονο άτομο … Dictionary of Greek
κοράκι — Κοινή ονομασία πολλών στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Corvus, το οποίο περιλαμβάνει συνολικά 39 είδη. Πρόκειται για πτηνά με μαύρο φτέρωμα και ισχυρά πόδια και ράμφος. Όλα τα μέλη του γένους έχουν εξαιρετικές πτητικές ικανότητες και μπορούν να… … Dictionary of Greek
νεκροδότης — νεκροδότης, ὁ (Α) νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + δότης) < δίδωμι), πρβλ. ικανο δότης, μισθο δότης] … Dictionary of Greek
νεκροτάφος — νεκροτάφος, ὁ, θηλ. νεκροταφίς, ίδος (Α) το άτομο που θάβει τους νεκρούς, ο νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + τάφος (< θ. ταφ , πρβλ. ἐ τάφ ην, αόρ. β τού ρ. θάπτω), πρβλ. ιερακο τάφος, κριο τάφος] … Dictionary of Greek